Σκοπός της έρευνας της επιστημονικής ομάδας διατροφής, ανέφερε ο Μανώλης Μανωλαράκης, ήταν να ανιχνευτούν οι πρώτες επιδράσεις της οικονομικής κρίσης στις διατροφικές συνήθειες και τις καταναλωτικές προτιμήσεις του Ελληνικού πληθυσμού αλλά και να αναγνωριστούν οι τρόποι αντίδρασής του στα νέα οικονομικά δεδομένα. Παραπέρα διερευνήθηκαν και οι πιθανές μελλοντικές γενικές του τάσεις σε ειδικότερα ζητήματα διατροφικών επιλογών.
Στην πρώτη φάση της έρευνας συμμετείχαν 800 άτομα, σε μεγάλο ποσοστό γυναίκες, 77% έναντι 23% των αντρών.
Το 39% των ερωτηθέντων ήταν παντρεμένοι και το 56% άγαμοι με μόλις 5% διαζευγμένους.
Το 30% δήλωσε ότι η οικογένειά τους είχε 4 μέλη, το 18% 3 μέλη, το 23% δήλωσε ότι είχε 2 κα το 19% μόνο 1 (έμεναν μόνοι τους). Πολυμελείς οικογένειες με 5, 6 και 7 άτομα είχαν το 7%, 3% και 1% των συμμετεχόντων στην έρευνα αντίστοιχα.
Από πλευράς οικονομικής κατάστασης το 6% δήλωσε ότι το συνολικό μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα ήταν ίσο ή κάτω από 700 ευρώ, το 30% είχε μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα 700-1.400 ευρώ, το 39% δήλωσε 1.400-2.800 ευρώ και το 24% δήλωσε μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα πάνω από 2.800 ευρώ.
Τα ευρήματα της έρευνας σε μια πρώτη ανάγνωση παρουσιάζουν μια συνολικά απαισιόδοξη στάση των συμμετεχόντων προς την εξέλιξη των οικονομικών τους δεδομένων. Μόλις το 12% δηλώνει ότι αυτό δεν έχει επηρεαστεί στην οικονομική κρίση. Ένα σημαντικό ποσοστό 16% δηλώνει ότι αν και δεν έχει επηρεαστεί υπάρχει, περιμένει μελλοντικά να υπάρξει κάποια επίδραση στο εισόδημα του. Το 39% δηλώνει ότι το εισόδημά του έχει επηρεαστεί και το 33% δηλώνει ότι έχει επηρεαστεί και μελλοντικά περιμένει μεγαλύτερη επίδραση.
Πρέπει να τονιστεί ότι το ερωτηματολόγιο συμπληρώθηκε σε μια περίοδο που πολλοί έπαιρναν στα χέρια τους τις μισθολογικές του καταστάσεις με την εφαρμογή των περικοπών μισθών και επιδομάτων, κάτι που σημαίνει ότι οι επιπτώσεις και οι φόβοι τους ήταν επί ρεαλιστικού και πραγματικού εδάφους και όχι στη βάση μιας πιθανής εφαρμογής κάποιων μέτρων. Είχαν δηλαδή συγκεκριμένες επιπτώσεις στο μισθολόγιό τους και στο μηνιαίο οικογενειακό εισόδημά τους.
Τα πρώτα αποτελέσματα κατέδειξαν 3 βασικές τάσεις
-Η πρώτη αφορά την τροποποίηση του τρόπου ζωής και των καθημερινών επιλογών στην προσπάθεια για περιστολή δαπανών.
-Η δεύτερη αφορά τη ριζική τροποποίηση της καταναλωτικής συμπεριφοράς κάτω από το πρίσμα των οικονομικών συνθηκών.
-Η τρίτη σχετίζεται με την αδυναμία μεγάλου ποσοστού των ερωτηθέντων να προχωρήσει σε παραπέρα περικοπές στον τομέα της διατροφής. Τα ερωτήματα που αφορούν αυτή την ενότητα καταγράφουν μια σημαντική τάση διατροφικών ‘εκπτώσεων’ που είναι έτοιμοι πολλοί να κάνουν για να αντεπεξέλθουν στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες.
Περιστολή των δαπανών
Η διασκέδαση στο μικροσκόπιο
Το πρώτο πράγμα που θα περίμενε κανείς να συμβεί σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, είναι να ενεργοποιηθούν τα αντανακλαστικά του πληθυσμού και να υπάρξει μια περιστολή των ‘περιττών’ δαπανών. Έτσι λοιπόν την πρώτη και μάλιστα σημαντική περικοπή που κάνουν οι Έλληνες είναι στον τομέα της διασκέδασης.
Πριν από την οικονομική κρίση το 45% δήλωσε ότι είχε κάποιο προϋπολογισμό σχετικά με τα έξοδα που αφορούσαν το φαγητό και τη διασκέδαση. Μετά την οικονομική κρίση το ποσοστό αυτό φτάνει στο 78% ! Αμέσως λοιπόν γίνεται ορατό ότι μια πρώτη γραμμή άμυνας είναι η περιστολή των δαπανών για φαγητό και έξοδο.
Από το σύνολο των ερωτηθέντων το 63% δηλώνει ότι περιορίζει σημαντικά τις εξόδους για φαγητό σε ταβέρνα- εστιατόρια, το 54% μειώνει την έξοδο για ποτό και το 34% την έξοδο για καφέ!
Αξιοσημείωτη επίσης είναι και η μείωση της συχνότητας εξόδου για φαγητό. Πριν την οικονομική κρίση το 20% δεν έβγαινε πότε για φαγητό έξω, ενώ τώρα το ποσοστό έχει υπερδιπλασιαστεί και φτάνει στο 46%. Ακόμα όμως το 41% βγαίνει μια φορά την εβδομάδα έξω όπως και πριν. Το ποσοστό των ατόμων που βγαίνει 2 φορές την εβδομάδα υποδιπλασιάζεται από 25% σε 10%. Μειώνονται όμως σημαντικά τα ποσοστά των ατόμων που βγαίνουν 3 φορές (από 10% πέφτει στο 2%) και μηδενίζονται τα ποσοστά των ατόμων που βγαίνουν παραπάνω από 3 φορές.
Επιστροφή στο σπιτικό φαγητό
Παρόμοια συμπεριφορά με την έξοδο για φαγητό παρουσιάζουν οι Έλληνες και σε σχέση με την παραγγελία έτοιμου φαγητού. Υπερδιπλασιασμός του ποσοστού των ατόμων που δηλώνουν ότι μετά την οικονομική κρίση δεν παραγγέλνουν φαγητό από έξω (29% πριν, 54% μετά), σημαντική μείωση για τις 2 φορές και παραπάνω παραγγελία φαγητού την εβδομάδα από έξω 8% από 20% και στασιμότητα για την 1 φορά 35% πριν και 34% μετά.
Αν και φαινομενικά υπάρχει μια στάσιμη κατάσταση, τα μεγέθη είναι συμβατά με το πρώτο εύρημα του υπερδιπλασιασμού του ποσοστού των ατόμων που δεν παραγγέλνουν φαγητό από έξω. Επίσης το ποσοστό των ατόμων που παραγγέλνουν 2 φορές την εβδομάδα από έξω πέφτει στο μισό είτε γιατί τρώνε πλέον μόνο μια (έτσι εξηγείται και μερικά η σχετική στασιμότητα της παραγγελίας μια φορά την εβδομάδα από έξω), είτε γιατί δεν τρώνε καθόλου πια έξω.
Πρέπει να τονιστεί ότι η παραγγελία φαγητού από έξω αποτελεί την πρώτη και κορυφαία περικοπή δαπάνης 67% και συνδυάζεται και με υπολογισμό του κόστους της παραγγελίας. Πριν την οικονομική κρίση το 22% παράγγελνε αδιαφορώντας για το κόστος, ενώ τώρα παρόμοια συμπεριφορά δείχνει μόνο το 7%. Αντίθετα ο προϋπολογισμός της παραγγελίας αποτελεί σήμερα δεδομένο για το 59%, ποσοστό σχεδόν τριπλάσιο σε σχέση με το πριν 23%.
Επιστροφή στο φαγητό – πακέτο από το σπίτι
Μια ακόμα συμβατή με τα παραπάνω μεταβολή που αναδεικνύεται από τα δεδομένα της έρευνας, είναι και η κατανάλωση φαγητού στο γραφείο. Το 64% των ερωτηθέντων που απάντησαν στην ερώτηση αν καταναλώνουν κάτι στο χώρο του γραφείου απάντησε θετικά.
Ακόμα και πριν τα οικονομικά μέτρα η προέλευση του φαγητού από έξω ή από το σπίτι είχε μια σημαντική διαφορά από την προμήθεια φαγητού από έξω. 51% έφερνε φαγητό ή κάτι πρόχειρο από το σπίτι έναντι 34% που έτρωγε κάτι σε φαγητό ή πρόχειρο από έξω ή από την καντίνα / εστιατόριο στο χώρο της εργασίας. Μετά την οικονομική κρίση, η προμήθεια τροφής στην εργασία από έξω έχει πέσει στο μισό 16%. Τα αποτελέσματα είναι απόλυτα συμβατά με όλα τα παραπάνω ευρήματα μιας και η προμήθεια πρόχειρου φαγητού έχει μειωθεί από το 21% στο 12% και η παραγγελία φαγητού από έξω έχει μειωθεί από το 5% στο 1% ή κανονικού φαγητού. Ακόμα και το φαγητό στην καντίνα / εστιατόριο στο χώρο της εργασίας έχει μειωθεί στο μισό από 6% στο 3%.
Τροποποίηση της καταναλωτικής συμπεριφοράς
Προσεκτικά ψώνια
Αν και λίγο πολύ όλοι χρησιμοποιούσαν μια κάποια λίστα για να κάνουν τις αγορές τους από τα καταστήματα τροφίμων πριν την οικονομική κρίση 71%, υπάρχει μια παραπέρα αύξηση κατά 15% και η χρήση λίστας φτάνει στο 86%. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στη χρήση λίστας για τα ψώνια έχει να κάνει με το πόσο πιστά την τηρούν οι ερωτηθέντες, δηλαδή αν ψωνίζουν παραπάνω τρόφιμα από αυτά που έχουν προγραμματίσει. Τα δεδομένα είναι εκπληκτικά. Η οικονομική κρίση τιθασεύει την καταναλωτική μανία των Ελλήνων. Πριν την κρίση το 79% πραγματοποιούσε επιπλέον αγορές από τις προγραμματισμένες, μετά την κρίση παρόμοια συμπεριφορά παρουσιάζει το 29% μόνο. Μια μείωση της τάξης του 50%.
Το αντιλαμβάνεται κανείς αυτό εύκολα αν δει τις επιμέρους περικοπές που κάνουν οι Έλληνες καταναλωτές στις αγορές τους.
Περικοπές σε περιττά είδη ή σε είδη που δεν είναι πρώτης ανάγκης
Για παράδειγμα υπάρχει μια σημαντική πτώση των ειδών delicatessen.
Έτσι τα τυριά και τα αλλαντικά περιορίζονται κατά 45-46% αντίστοιχα. Ανάλογη μείωση κατά 42% παρουσιάζουν τα γλυκά και τα παγωτά. Από ότι φαίνεται οι γευστικές απολαύσεις είναι το πρώτο θύμα της οικονομικής κρίσης.
Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη επίσης η σημαντική μείωση της προμήθειας βιολογικών προϊόντων κατά 38%. Έτσι λοιπόν δίπλα στις γευστικές απολαύσεις τον δρόμο της μείωσης ακολουθούν και οι υγιεινές επιλογές. Μικρότερη αλλά παρόμοια μείωση με τα βιολογικά προϊόντα 35% εμφανίζουν και τα συμπληρώματα διατροφής. Δύσκολα όμως μπορεί κάποιος να πει αν είναι λόγω τιμής ή γιατί θωρούνται είδος πολυτελείας.
Τα ειδικά προϊόντα δίαιτας (μπισκότα- ψωμί κλπ) γνωρίζουν και αυτά μείωση 25-19 % αντίστοιχα. Όπως και τα υπόλοιπα ειδικά προϊόντα δίαιτας – 23%. Είναι προφανές ότι οι Έλληνες πλέον λόγω οικονομικής δυσκολίας κάνουν από μόνοι τους δίαιτα χωρίς τη χρήση ειδικών προϊόντων.
Τα τρόφιμα ειδικού τύπου/ εμπλουτισμένα δημητριακά, εμπλουτισμένα γαλακτοκομικά, μαργαρίνη ειδικής διατροφής έχουν και αυτά μια παρόμοια μείωση (-14%-16%-18%) αντίστοιχα.
Συνολικά η εικόνα δείχνει μια τάση περιορισμού κάθε τι περιττού (delicatessen) και κάθε τι που μπορεί να έχει κάποιο κόστος παραπάνω από το κανονικό (βιολογικά προϊόντα συνολικά που παραδοσιακά οι τιμές τους είναι πιο μεγάλες από τα υπόλοιπα συμβατικά προϊόντα).
Τα προϊόντα δίαιτας ειδικής διατροφής μάλλον μειώνονται, πιθανότατα επειδή θεωρούνται είδη μη πρώτης ανάγκης.
Κριτήρια αγορών
Τα παραπάνω όλα μπορεί κανείς να τα επικυρώσει βλέποντας και τα κριτήρια με τα οποία γίνονται οι αγορές. Έτσι λοιπόν η τάση της αγοράς προϊόντων με ένδειξη χαμηλότερης τιμής ή με την επιδότηση εκπτωτικού κουπονιού είναι αυξημένη 62% έναντι 51%.
Σημαντική αύξηση παρουσιάζουν οι προσφορές της ημέρας 41% έναντι 29% και οι προσφορές των διαφημιστικών φυλλαδίων 37% έναντι 26%.
Μικρότερη αύξηση παρουσιάζουν οι προσφορές που σχετίζονται με την αγορά ενός προϊόντος και την προσφορά δώρου ενός άλλου ταυτόχρονα.
Και αυτό ίσως γιατί το δώρο προσφορά να μην είναι είδος πρώτης ανάγκης και για αυτό να μην αποτελεί ελκυστικό στοιχείο για τη πραγματοποίηση κάποιας αγοράς.
Αν και πάντοτε οι μεγάλες συσκευασίες προϊόντων αποτελούσαν μια κάποια μορφή οικονομίας (57% πριν 60% μετά) η εμπορική ονομασία ενός προϊόντος αποτελούσε ένα κριτήριο αγοράς του και προτίμησής του. Σήμερα όμως η τάση όπως είναι αναμενόμενο έχει ριζικά διαφοροποιηθεί. Σχεδόν ένας στους δύο (49%) έναντι 32% επιλέγει προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (προϊόντα με ονομασία του super market). Η αύξηση είναι σημαντική.
Ποιότητα ή τιμή;
Στο ερώτημα αυτό φαινομενικά οι πιο πολλοί συντάσσονται με την ποιότητα. 67% επιλέγει με βάση την ποιότητα και 31% με βάση την τιμή. Πιστεύουμε ότι το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο.
Αν λάβουμε υπ’ όψιν το γεγονός ότι πολλοί καταναλωτές αναζητούν οικονομικές προσφορές μέσα από τα φυλλάδια και τις προσφορές της ημέρας, ότι η συντριπτική πλειοψηφία δηλώνει ότι ήδη κάνει οικονομία για την αγορά τροφίμων, ότι ακολουθούν αυστηρά την λίστα αγορών, ότι περικόπτουν συγκεκριμένα είδη που δεν τα θεωρεί πρώτης ανάγκης και αν προσθέσουμε στα παραπάνω ότι 40% δηλώνει ότι δεν μπορεί να κάνει μεγαλύτερη οικονομία στην προμήθεια των τροφίμων (57% μπορεί) τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια εξαιρετικά δυσοίωνη εικόνα.
Υπάρχει αυτή τη στιγμή ένα σημαντικά μεγάλο και πιθανότατα αυξημένο ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται ένα βήμα πριν από σημαντικό πρόβλημα εξεύρεσης τροφής.
Μελλοντικά ζητήματα
Στο τελευταίο στάδιο της έρευνας έχουν τεθεί μια σειρά από ζητήματα που σχετίζονται όλα τόσο με την αυτοεκτίμηση του διατροφικού επιπέδου όσο και με τη διερεύνηση πιθανών μελλοντικών διατροφικών επιλογών.
Αν και παραδοσιακά το ερώτημα ΠΟΣΟ ΚΑΛΟ ΘΕΩΡΕΙΤΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ/ΗΤΑΝ ΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΣΑΣ έχει σε μεγάλο ποσοστό δώσει εκτιμήσεις πάνω από το κανονικό, σε γενικές γραμμές θα λέγαμε ότι το ζήτημα του καλού επιπέδου της διατροφικής κατάστασης είναι γενικά αποδεκτό. Ένα ζήτημα που μένει να διευκρινιστεί είναι κατά πόσο η εκτίμηση είναι γενικά συμβατή με τα κοινά αποδεκτά μέτρα και συνθήκες και κατά πόσο αυτό επηρεάζεται από αντικειμενικά ή υποκειμενικά ζητήματα.
Υπάρχει μια γενική παραδοχή ότι η ποιότητα της διατροφής θα επηρεαστεί από την κατανάλωση τροφίμων, 60% ναι αλλά με 37% να δηλώνει όχι. Εδώ βλέπουμε το ανασταλτικό χαρακτηριστικό που προβάλει το Ελληνικό καταναλωτικό κοινό και δεν προχωρά στην αγορά προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Ο φόβος ότι το φτηνό δεν είναι και ποιοτικό ή ότι η φτηνή τροφή είναι και ποιοτικά υποβαθμισμένη. Αυτή η βαθιά ριζωμένη αντίληψη όμως είδαμε πιο πάνω ότι σταδιακά υποχωρεί μιας και όλο και πιο πολλοί προχωρούν στην αγορά προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στην προσπάθειά τους να κάνουν μεγαλύτερη οικονομία.
Όμως είναι ξεκάθαρο ότι για ένα σημαντικό ποσοστό των ερωτηθέντων είναι πιθανή η επιλογή ποιοτικά υποβαθμισμένων τροφίμων για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν οικονομικά, 33%. Παρόμοιο ποσοστό, 37% βρίσκουμε ότι αντιπροσωπεύει και αυτούς που πιστεύουν ότι η κατανάλωση φτηνών τροφίμων δεν θα επηρεάσει τη διατροφή τους. Παρόμοιο ποσοστό 31% βρίσκουμε και σε αυτούς που επιλέγουν με βάση την τιμή. Παρόμοιο και μεγαλύτερο ποσοστό 40% βρίσκουμε και σε αυτούς που δηλώνουν ότι δεν μπορούν να κάνουν μεγαλύτερη οικονομία στην αγορά τροφίμων, και μικρότερο αλλά σημαντικό ποσοστό 25% εκφράζει τους ερωτηθέντες που δηλώνει ότι η οικονομική τους κατάσταση επηρεάζει την αγορά τροφών που αφορούν τα παιδιά.
Όλα αυτά μαζί συνθέτουν μια εικόνα με πολλές αρνητικές επιπτώσεις. Είναι δεδομένο ότι ένα μεγάλο κομμάτι των ερωτηθέντων αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό το οικονομικό του μέλλον. Είναι δεδομένο επίσης ότι πολλοί προσπαθούν με κάθε τρόπο να κάνουν οικονομία.
Αυτό που είναι πλέον σίγουρο είναι ότι το 40% δεν μπορούν να περιορίσουν παραπέρα τα χρήματα που διαθέτουν για τη διατροφή τους. Ήδη κάποιοι από αυτούς έκαναν περικοπές στην ποιότητα των τροφών που αφορούν τα παιδιά τους.
Είναι σχεδόν δεδομένο ότι ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού θα βρεθεί μπροστά σε επιστημονικά αδιέξοδα. Τόσο το χαμηλό εισόδημα όσο και το υψηλό κόστος αγοράς τροφίμων οδηγεί αρκετούς σε διατροφικούς συμβιβασμούς.
Είναι αναγκαίο να υπάρξει μια συγκεκριμένη διατροφική πολιτική που σε πρώτη φάση θα ανακουφίσει τις οικονομικά ασθενέστερα τάξεις εξασφαλίζοντάς τους πρόσβαση σε φτηνά τρόφιμα και σε δεύτερη φάση θα εισάγει νέα δεδομένα στη διατροφή, ειδικότερα των παιδιών που θα εξασφαλίσουν ένα σωστό διατροφικό επίπεδο.
Ίσως είναι λοιπόν ανάγκη να υπάρξει ο θεσμός του σχολικού πρωινού ή της σχολικής καντίνας –εστιατορίου.
Είναι σημαντικό αυτά τα μέτρα – κινήσεις να μην είναι επιδοματικού χαρακτήρα αλλά να αφορούν άμεσες χορηγήσεις τροφής.
Η έρευνα συνεχίζεται στην ιστοθέση, http://www.diatrofi.gr/ , καθώς και η παραπέρα ανάλυση των δεδομένων.
πηγή : http://www.iatronet.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Όλα τα νέα και οι ειδήσεις από τα Stournaria